- σωματουργικός
- σωμᾰτουργ-ικός, όν,A = σωματοποιός, Procl.in Ti.1.358 D., al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωματουργικός — ή, όν, Α [σωματουργός] σωματοποιός* … Dictionary of Greek
σωματουργικόν — σωματουργικός masc/fem acc sg σωματουργικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)